-
1 δεινος
I.31) внушающий благоговейный трепет или священный ужас(θεός Hom.)
Στυγὸς ὕδωρ ὅστε ὅρκος δεινότατος θεοῖσιν Hom. — вода Стикса, клятва которой наиболее священна для богов2) страшный, ужасный, грозный(Χάρυβδις Σκύλλη τε, πέλωρα θεῶν Hom.; πόλεμος Pind., Plat.)
δεινὸν или δεινὰ ποιεῖν или ποιεῖσθαι τι Her., Thuc., Luc. — считать ужасным что-л., ужасаться чему-л.;тж. — выражать отчаяние, возмущаться или негодовать по поводу чего-л. (ср. 4);τοῦτο δεινὸν γίνεται μέ … Her. — существует опасность, что …;οὐδὲν δεινὸν αὐτῷ μήποτε ἀδικηθῇ Plat. — нечего опасаться, чтобы ему могла быть когда-либо нанесена обида;δεινὰ παθεῖν Her., Thuc., Plat., Arph. — подвергнуться суровому наказанию, претерпеть, выстрадать3) перен. страшный, ужасный, в знач. необычайный, огромный(σάκος Hom.; ἵμερος Her.; ἐπιθυμίαι Plat.)
4) странный, неслыханныйδεινὸν φωνεῖς Soph. или δεινὸν πρᾶγμα λέγεις Plat. — странную вещь ты говоришь;
δεινὰ ποιεῖσθαι Xen. — поражаться, изумляться (ср. 2)5) важный, значительный, тж. великий, замечательный; превосходный(σοφιστής Eur., Plut.; ἀκοντιστής Plat.; ῥήτωρ Dem.; στρατηγός Arst.)
δ. τι Arph., Xen., Plat., περί τι Plat., Arst., Plut., περί τινος Plat., εἴς τι Arph., τινι Soph. и ποιεῖν τι Soph., Arph., Arst., Plut. — искусный в чем-л.;II.gen. к δεῖνα См. δεινα -
2 λαμπρός
λαμπρός ( λάμπω), 11 leuchtend, glänzend, Hom. meist vom Glanz der Himmelskörper, λ. φάος ἠελίοιο, Il. 1, 650, ἀστήρ, 4, 77, u. des Erzes, φάλοι, κόρυϑες, 13, 132. 17, 269; so Pind. φέγγος, ἀκτῖ. νες, P. 8, 101. 4, 198; ἡλίου κύκλος, Aesch. Pers. 496, wie Soph. Ant. 412; λαμπρὸν ἡλίου σέλας El. 17; auch στεροπή, Ai. 250; übertr., τὸ λαμπρὸν φῶς ἀποσβεννὺς γένους frg. 497; auch in Prosa, πρὶν ἡμέραν λαμπρὰν γίνεσϑαι D. Hal. 3, 27; ἦν σελήνη λαμπρά, heller Mondschein, Thuc. 7, 44; – αἰϑήρ, Eur. Or. 1087; vgl. Ar. Nub. 269; – κάλλος, strahlende Schönheit, Plat. Phaedr. 250 b; vom Auge, ὄμμα, Eur. Hec. 1045; Soph. O. R. 1483. – Von allen glänzenden Farben, besonders = weiß, rein, χιτὼν λαμπρὸς ἦν ἠέλιος ὥς Od. 19, 234; bei Pol. 10, 4, 5 von der toga candida; von prächtigen Kleidern, ἐβουλόμην σε ὡς λαμπρότατον φανῆναι Xen. Cyr. 2, 4, 5. – Auch von der Stimme, helltönend, laut, Poll. 2, 116; λαμπρὰ κηρύσσειν, Eur. Heracl. 864; λαμπρᾷ τῇ φωνῇ, Dem. 19, 199; φώνημα λαμπρότατον, Luc. Alex. 3; übertr., hell, einleuchtend, λαμπρὰ μαρτύρια παρῆν Aesch. Eum. 764, wie λαμπρῶς κοὐδὲν αἰνικτηρίως Prom. 835; λαμπρὰ συμβαίνει, glänzend trifft es ein, Tr. 1164; so kann man auch fassen γεγενημένης τῆς νίκης λαμπρᾶς ἤδη, da der Sieg entschieden war, Thuc. 7, 55. – 2) rein u. unvermischt, vom Wasser, klar, βορβόρῳ ϑ' ὕδωρ λαμπρὸν μιαίνων Aesch. Eum. 695; τῶν λαμπρῶν καὶ ψυχρῶν ὑδάτων Xen. Hell. 5, 3, 19; dah. kräftig, frisch, ἄνεμος, Her. 2, 96; vgl. Plut. Them. 14; Pol. 1, 44, 3. 60, 6; ἀνέμου λαμπρὸν καταπνέοντος Plut. conj. praec. 413, was Einige trans, hell machend, die Luft reinigend od. die Wolken verjagend erkl., unrichtig. Dahin kann man auch rechnen μάχη λαμπρά, heftige Schlacht, Pol. 10, 12, 15, vgl. 16, 5, 7, κίνδυνος λαμπρότερος, 1, 45, 9. – 3) oft von Menschen, theils = durch Thatenglanz hervorleuchtend, berühmt, angesehen, ἐν Ἀϑήνῃσι, ἐν πολέμοις, Her. 6, 125. 7, 154; οὐ γὰρ λόγοισι τὸν βίον σπουδάζομεν λαμπρὸν ποιεῖσϑαι Soph. O. C. 1146; Παυσανίαν καὶ Θεμιστοκλέα, λαμπροτάτους γενομένους τῶν καϑ' ἑαυτούς Thuc. 1, 138; ἐν τοῖς κινδύνοις Pol. 24, 1, 6; – theils durch Aufwand od. Lebensweise, prachtliebend, freigebig, splendid, ἐν ταῖς λειτουργίαις Isocr. 3, 56; ὁμολογῶ Μειδίαν ἁπάντων τῶν ἐν τῇ πόλει λαμπρότατον γεγενῆσϑαι Dem. 21, 153; Plat. Hipp. min. 368 d; πρὸς τὰ χρήματα Plut. Philop. 15. Auch τῶν διϑυράμβων τὰ λαμπρά, prunkvoll, Ar. Av. 1388, vgl. Plut. 144; ἔπη Soph. O. C. 725. Aehnl. οὐκ ἐν λόγοις ἦν λαμπρὸς ἀλλ' ἐν ἀσπίδι – δεινὸς σοφιστής Eur. Suppl. 902. – Adv. λαμπρῶς, glänzend, prächtig, ὡς εὐκοσμότατα καὶ λαμπρότατα προςελϑεῖν, Xen. Cyr. 2, 4, 1; – heftig (s. oben 2), ἐπικείμενοι Thuc. 7, 71; λαμπρῶς ἐχρήσαντο τοῖς χρήμασι Pol. 4, 57, 10.
-
3 γόης
A sorcerer, wizard, Phoronis 2, Hdt.2.33,4.105, Pl.R. 380d, Phld.Ir.p.29 W.;γ. ἐπῳδὸς Λυδίας ἀπὸ χθονός E.Ba. 234
, cf. Hipp. 1038; prob. f.l. for βοῇσι Hdt.7.191.2 juggler, cheat,δεινὸς γ. καὶ φαρμακεὺς καὶ σοφιστής Pl.Smp. 203d
;δεινὸν καὶ γ. καὶ σοφιστὴν.. ὀνομάζων D.18.276
;ἄπιστος γ. πονηρός Id.19.109
;μάγος καὶ γ. Aeschin.3.137
: [comp] Comp.γοητότερος Ach.Tat.6.7
(s. v. l.). (Cf. Lith. žavēti 'incantare'.)
См. также в других словарях:
Αφθόνιος — Όνομα ιστορικών προσώπων. 1. Ένας από τους δώδεκα μαθητές του αιρετικού Μάνεντα (3ος αι. μ.Χ.). Ο Φιλοστόργιος αναφέρει γι’ αυτόν ότι ήταν σοφός και δεινός στον λόγο. Ο Αέτιος όμως από την Αντιόχεια συζήτησε δημόσια μαζί του και τόσο τον… … Dictionary of Greek
Ηρώδης o Αττικός — (Μαραθώνας 101 – 177 μ.Χ.). Αθηναίος λόγιος και σοφιστής. Κληρονόμησε από τον πατέρα του μεγάλη περιουσία, μεγάλο μέρος της οποίας διέθεσε σε κοινωφελή έργα και για την προστασία των τεχνών. Διδάχθηκε τη φιλοσοφία και τη ρητορική από διάσημους… … Dictionary of Greek